οδοιπορώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οδοιπορώ — οδοιπόρησα, βαδίζω, κάνω ταξίδι πεζός, πεζοπορώ και γενικά ταξιδεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόρῳ — ὁδοίπορος wayfarer masc dat sg ὁδοιπόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοδοιπορώ — καθοδοιπορῶ, έω (Α) (επιτατ. τού οδοιπορώ) οδοιπορώ με κόπο ή επί πολύ χρόνο ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁδοι πορῶ (< ὁδοι πόρος)] … Dictionary of Greek
περιοδοιπορώ — έω, Α οδοιπορώ, ταξιδεύω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὁδοιπορῶ «ταξιδεύω»] … Dictionary of Greek
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
διοδοιπορώ — διοδοιπορῶ ( έω) (Α) [οδοιπορώ] διοδεύω … Dictionary of Greek
δρομοκοπώ — ( άω) πεζοπορώ, οδοιπορώ … Dictionary of Greek
εκδημώ — (AM ἐκδημῶ, έω) 1. βρίσκομαι ή πηγαίνω σε ξένη χώρα, ξενιτεύομαι 2. φρ. «ἐκδημῶ πρὸς Κύριον» πεθαίνω αρχ. 1. είμαι εξόριστος 2. ταξιδεύω, οδοιπορώ … Dictionary of Greek
εκμετρώ — ( έω) (AM ἐκμετρῶ) φρ. «ἐκμετρῶ τὸν βίον, τὸ ζῆν» πεθαίνω αρχ. 1. καταμετρώ 2. μετρώ τις διαστάσεις, παίρνω μέτρα 3. (για χρόνο) περνώ 4. αργοπορώ 5. πορεύομαι, οδοιπορώ 6. υπολογίζω … Dictionary of Greek